- φυλακτηρίου
- φυλακτήριονguarded post: neut gen sgφυλακτήριοςserving as a protection: masc /neut gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
φυλακτηρίου — φυλακτήριον guarded post neut gen sg φυλακτήριος serving as a protection masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… … Dictionary of Greek